αρβανιτόπουλο

αρβανιτόπουλο
το молодой албанец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αρβανιτόπουλο" в других словарях:

  • αρβανιτόπουλο — κ. αρβανιτοπαίδι, το (θηλ. αρβανιτοπούλα, η) παιδί Αλβανών …   Dictionary of Greek

  • Δημητριάς — I Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας. Ιδρύθηκε από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή γύρω στο 294 π.Χ., ΒΑ της παλαιότερης πόλης Παγασαί, κοντά στη θάλασσα και απέναντι από τη σημερινή πόλη Βόλο. Για τον εντοπισμό της ακριβούς θέσης της είχαν γίνει πολλές… …   Dictionary of Greek

  • αλβανόπουλο — το [Αλβανός] το παιδί που ζει στην Αλβανία ή κατάγεται από την Αλβανία, νεαρός Αλβανός, αρβανιτόπουλο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»